Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Παλιά επαγγέλματα προς εξαφάνιση

Αγωγιάτης

 
Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες αφού και μια απόσταση μικρή για τα σημερινά δεδομένα, π.χ. για να πάμε από το χωριό στο Αιτωλικό που είναι 9 χιλιόμετρα, φαινόταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε οι άνθρωποι να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Έτσι έχαναν πολύ χρόνο αλλά και κουραζόταν. Σκεφτείτε τώρα τις δυσκολίες που είχαν για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Γι αυτό υπήρχαν κάποιοι που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό μας σε άλλα χωριά κουβαλώντας ανθρώπους και εμπορεύματα.

Βαρελάς 
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα σιδερένια στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. 


  
 Γαλατάς




 Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.

Eφημεριδοπώλης

   Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης ήταν ο επαγγελματίας που ασκούσε το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλάμβανε τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσε την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Τις πουλούσε στους περαστικούς ή τις άφηνε στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.

    

Τραμ  και εφημεριδοπώλες στον  Ηλ. Σταθμό  1950    (Κτυπά το κουδούνι. «Καλημέρα κυρ-Φάνη. Έφερα τις εφημερίδες.» Αφήνει ένα πακέτο εφημερίδες στην πόρτα και φεύγει.) Ο εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα διαλαλούσε τη πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» και πολλές φορές ενημέρωνε για τα μεγάλα γεγονότα: «Εφημερίδες! Έκτακτο παράρτημα! Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο! Από το πρωί εισέβαλε στη χώρα μας! Πόλεμος!» Αποτελούσε μ ία από τις χαρακτηριστικές φιγούρες της γειτονιάς.     

                                    Λούστρος
Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου.  Αυτός μ' ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η "ιεροτελεστία" του βαψίματος.





                 Νερουλάς = Υδρονομέας = Νεροκόπος

   
 

Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία . Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.  

  Νερουλάς στο Μαρούσι ήταν και ο Σπύρος Λούης, ο πρώτος νικητής του Μαραθωνίου δρόμου στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 στην Αθήνα.

                                      

Ντελάλης


Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει "αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα", ο δημόσιος κήρυκας.Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές του χωριού είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Έτσι όταν ήθελαν να ανακοινώσουν κάτι στους κατοίκους είχαν το ντελάλη. Δουλειά του ήταν να γυρίζει σε όλο το χωριό και να φωνάζει αυτό που έπρεπε να μάθουν όλοι οι χωριανοί. Κυρίως στεκόταν στα ψηλότερα σημεία  για να μπορεί να ακούγεται από όσο το δυνατόν περισσότερους.  Αυτό το σημείο λοιπόν ήταν ιδανικό για το ντελάλη έτσι ώστε να ακουστεί από πολλούς συγχωριανούς. Ο ντελάλης έπρεπε να είναι βροντόφωνος για να μπορεί να φωνάζει δυνατά και να τον ακούνε και υπομονετικός γιατί έπρεπε να γυρίσει όλο το χωριό και να φωνάζει για να μεταφέρει το μήνυμα. Η αμοιβή του τα πρώτα χρόνια ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό.Πληρωνόταν από την Κοινότητα. Σήμερα που υπάρχουν τα μεγάφωνα μπορεί πιο εύκολα να ανακοινώσει η Κοινότητα αυτό που θέλει στους κατοίκους, κι έτσι δε χρειάζεται ο ντελάλης.
 
Σαμαρτζής ή σαμαράς


Μπορούσε να είναι και αλμπάνης= πεταλωτής. Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γινόταν αποκλειστικά με ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις. Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς. Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτούνταν για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλατάνου τα οποία σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες το σαμάρι των ζώων ήτα απλά με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα ή αρνόμαλλο.



Πεταλωτής
 

Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω - γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσεραπόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.




Σφουγγαράς



Το επάγγελμα του σφουγγαρά είχε ως αντικείμενο την αλιεία και την επεξεργασία σφουγγαριών, καθώς και την πώληση τους στην αγορά. Ο σφουγγαράς ασχολιόταν είτε με τον εντοπισμό και τη συλλογή σφουγγαριών στο βυθό της θάλασσας, είτε με το χειρισμό των βοηθητικών μηχανημάτων από την επιφάνεια του σκάφους για παροχή βοήθειας στους σφουγγαράδες-δύτες.
Οι δραστηριότητες του σφουγγαρά περιλάμβαναν την κατάδυση και παραμονή 3-4 ώρες σε βάθος ως 18 μέτρα για τη συλλογή σφουγγαριών, σπανιότερα την κατάδυση σε βάθος μεταξύ 50-60 μέτρων και παραμονή 15 λεπτών για συλλογή σφουγγαριών, την ανάδυση σε αργούς ρυθμούς για να επιτευχθεί αποσυμπίεση, την ταξινόμηση των σφουγγαριών και την αρχική επεξεργασία τους πάνω στο σκάφος.
Τα απαραίτητα εργαλεία και οι ειδικοί εξοπλισμοί που απαιτούνταν για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν μηχανοκίνητο σκάφος, συνήθως καΐκι, καταδυτική στολή, μάσκα, σχοινιά, βαρούλκα, ραντάρ, ηχοβολιστικό, φτερά, βαρίδια, λάστιχο, μαρκούτσι, μηχάνημα παραγωγής και παροχής αέρα και ξύστρα για το ξερίζωμα των σφουγγαριών.

Κωνσταντίνος Κ., Κυριακή Τ.,Μαρίνος Μ., Γιάννης Μ.